- δημοκοπικός
- -ή, -ό (Α δημοκοπικός, -ή, -όν) [δημοκόπος]1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημοκόπο2. (για πρόσ.) ο ικανός για δημοκοπία, ο έμπειρος δημαγωγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοκοπικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε δημοκόπο: Μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί οι μέθοδοί του είναι πάντα δημοκοπικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοκοπικόν — δημοκοπικός of masc acc sg δημοκοπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικούς — δημοκοπικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικήν — δημοκοπικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικῶς — δημοκοπικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικώτατος — δημοκοπικός of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)